Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Σύγκριση δύο FAB κόσμων


Ο Ψινάκης δήλωσε “δυστυχισμένος” γιατί το FAB5 δεν έχει το budget του αντίστοιχου αμερικάνικου reality
.Όμως η διαφορά είναι μόνο στο χρήμα ή και στο στυλ;
Το αμερικάνικο, που λέγεται ....



“Queer Eye for the Straight Guy” (γκέι οπτική σε ένα στρέιτ τύπο), ξεκίνησε το 2003 και κέρδισε ΕΜΜΥ την πρώτη χρονιά, θέλει τους Αμερικανούς FAB 5 να έχουν ακριβώς τον ίδιο σκοπό με τους δικούς μας: να αλλάξουν την αισθητική ενός άντρα.

Όμως η προσέγγιση δεν είναι μόνο θέμα budget. Είναι και θέμα Αμερικής και παρουσιαστών. Δηλαδή στο αμερικάνικο μπορεί να ξοδεύονται περισσότερα χρήματα (είναι και το μέγεθος του κοινού άλλο), αλλά θα δεις βλαχιές που δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια στο ελληνικό.

Κι αυτό γιατί το concept προστάζει να προσαρμοστεί η εκπομπή στην αισθητική του συμμετέχοντα και όχι το ανάποδο. Στις επισκέψεις στα μαγαζιά ο διαγωνιζόμενος πάει για να διαλέξει τα έπιπλά του και να τα βρει κάπου στη μέση με τον αντίστοιχο Αμερικανό Μέρλο.

Άμα ο άλλος γουστάρει καουμπόηδες, θα του βάλουν και δερμάτινες πολυθρόνες που δεν θα έβαζες σπίτι σου και καναπέδες παλαιικούς και χαλιά western. Δεν θα του φτιάξουν ένα σπίτι με γκρι τοίχους, ξύλα wenge και μινιμαλιστική διάθεση.

Και σίγουρα δεν θα πήγαιναν έναν ποδοσφαιριστή, του οποίου το μισό σπίτι είναι διακοσμημένο με ποδοσφαιρικές φανέλες, οπαδικά κασκόλ και αφίσες ομάδων, να ψωνίσει έπιπλα από τον Δελούδη. Όμως σε αυτό βοηθά και η larger than life αισθητική των Αμερικανών, τα μεγάλα σπίτια τους αλλά και η αγορά τους.



Αντίστοιχα, αν εμείς είχαμε έναν παίκτη που λάτρευε τα παραδοσιακά εργόχειρα και το 1821, τι θα έκαναν οι FAB 5 για να “σεβαστούν” την προσωπικότητά του; Θα του κρέμαγαν καριοφίλια πάνω από το τζάκι;

Παρομοίως και στο κομμάτι που αφορά το styling του παίκτη, στο αμερικάνικο ο καουμπόης θα γίνει απλά μια μακράν πιο στιλάτη εκδοχή του καουμπόη που νομίζει ότι είναι, άσχετα με τις επιταγές της μόδας.

Το δικό μας θα κοιτάξει τις τάσεις πιο προσεκτικά και θα βρει ποιες του ταιριάζουν για να τον κάνει μοδάτο. Προσωπικά, άσχετα με το προφίλ του παίκτη, με ικανοποιεί αισθητικά περισσότερο το αποτέλεσμα του δικού μας FAB 5.

Επιπλέον, το ότι οι δικοί μας δεν έχουν έξι μήνες για να φτιάξουν μια υπερπαραγωγή αλλά πρέπει να του αλλάξουν τη ζωή σε μερικές ώρες μού φαίνεται πιο πιασάρικο.

Το αμερικάνικο το προτιμώ για δύο λόγους: πρώτον, διότι οι FAB 5 εκεί είναι ομάδα και το νιώθεις. Στο ελληνικό αισθάνεσαι μερικές φορές ότι δίνει ο καθένας την παράστασή του –ελπίζοντας να την κλέψει κιόλας– και είναι πέντε αυτόνομες ατακαδόρισσες μονάδες.

Δεύτερον, διότι στο αμερικάνικο βλέπουμε κανονικές συνταγές, στις οποίες συμμετέχει και η υπόλοιπη οικογένεια.

Άποψή μου είναι πως καλό θα ήταν να δοθεί περισσότερος χρόνος στον Έλληνα σεφ Πάνο Φασούλη – εκτός του ότι γράφει φοβερά στην κάμερα, ως τώρα από το μαγειρικό του ταλέντο έχουμε δει μόνο κάτι φράουλες βουτηγμένες σε σοκολάτα, κάτι καναπεδάκια και ένα smoothie φρούτων.
Μου κάνει εντύπωση ότι, κάνοντας τη σύγκριση με το αμερικάνικο, ο Ηλίας Ψινάκης εστιάζει μόνο στο budget της εκπομπής.

Ουσιαστικά, η μεγαλύτερη διαφορά που έχουν οι δύο εκπομπές βρίσκεται στο ριάλιτι της υπόθεσης. Δηλαδή στο αμερικάνικο σε όλη την προετοιμασία του παίκτη συμμετέχουν όλοι οι FAB 5 και σχεδόν όλη η οικογένεια, δίνοντας στο συναίσθημα αρκετό χώρο ώστε ο παίκτης να μην είναι ένα «πειραματόζωο» της πεντάδας.

Προβλήθηκε, για παράδειγμα, ένα επεισόδιο με ένα 40άρη παίκτη που είχε χάσει τη γυναίκα του από καρκίνο του μαστού, είχε τρία παιδιά, είχε παρατήσει τον εαυτό του λόγω κατάθλιψης και το σπίτι ήταν γεμάτο με φωτογραφίες της γυναίκας του.

Είδαμε τις απόψεις και τις ανησυχίες όλης της οικογένειας, της πεθεράς του, των παιδιών του, και ακούσαμε τις αστείες ατάκες των FAB 5, που όμως ποτέ δεν μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου – απλά είναι άτομα που δεν χάνουν το κέφι τους.



Σε αναζήτηση του ριάλιτι οι Αμερικανοί ξοδεύουν περισσότερο χρόνο στο σπίτι του παίκτη και λιγότερο στα μαγαζιά, αλλά αυτό μερικές φορές είναι τόσο συναισθηματικό, που αν ως τηλεθεατής δεν αναζητάς την επόμενη εκπομπή που θα σε συγκινήσει μπορεί να βαρεθείς κιόλας.
Οι δικοί μας FAB 5 είναι πιο αμέτοχοι και πολύ πιο γρήγοροι.

Η εκπομπή εστιάζει σε μερικές δηλώσεις των ανθρώπων από τη ζωή του συμμετέχοντα με κύριο γνώμονα την αισθητική – κάτι που, αν και μπορεί να θεωρηθεί επιφανειακό, ίσως είναι πιο ειλικρινές, αν λάβει κανείς υπόψη του τις προσωπικότητες των Ελλήνων FAB 5. Μπορεί κανείς να φανταστεί οποιονδήποτε από τους πέντε να διαχειρίζεται πονεμένες ιστορίες; Κρύβει ο Τρύφωνας μια Χατζηβασιλείου μέσα του;

Και αν έμπαιναν σε αυτή την ιστορία, θα μπορούσαν να ξεστομίσουν τις ίδιες ατάκες;

Σε αντίθεση με το αμερικάνικο κοινό, που είναι εκπαιδευμένο στο “κάνουμε πλάκα με τα πάντα”, στο ελληνικό κοινό όλο και κάποιος –πολλοί μάλιστα– θα βρισκόταν να πει πως “οι FAB 5 γελάνε με το δράμα του καημένου του ανθρώπου” ή “κλέβουν εκκλησία εκεί στον ΑΝΤ1” και άλλα παρόμοια που θα έπαιζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ στις εκπομπές που ασχολούνται με τέτοιας μορφής lifestyle λαϊκισμό. Αυτό όμως είναι κι ένα ρίσκο που παίρνει η εκπομπή.

Όταν η καινοτομία τελειώσει, δεν θα υπάρχει τίποτα να σε δέσει και να σε κάνει να αγαπήσεις τον εκάστοτε παίκτη για να τον παρακολουθήσεις. Με δυο λόγια, αν υπάρχει κάτι, κ. Ψινάκη, που λείπει από αυτή την εκπομπή, αυτό μάλλον δεν είναι τα χρήματα.